- ὀρφακίνης
- ὀρφᾰκίνης [pron. full] [ῐ], ου, ὁ,A ayoung ὀρφώς, Dorio ap.Ath.7.315b.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ορφακίνης — ὀρφακίνης, ὁ (Α) μικρός σε ηλικία ορφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφώς / ὀρφός + κατάλ. ίνης, μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. *ὄρφαξ (πρβλ. δελφακ ίνης: δέλφαξ)] … Dictionary of Greek
ὀρφακίνης — ayoung masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρφακίνην — ὀρφακίνης ayoung masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)